κατατραυματίζω

κατατραυματίζω
(Α κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω)
(επιτ. τ. τού τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον
αρχ.
1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης
2. παθ. κατατραυματίζομαι
υφίσταμαι φθορά, εξασθένηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατατραυματίζω — wound pres subj act 1st sg κατατραυματίζω wound pres ind act 1st sg κατατραυματίζω wound pres subj act 1st sg κατατραυματίζω wound pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματίζω — κατατραυμάτισα, κατατραυματίστηκα, κατατραυματισμένος, καταπληγώνω κάποιον: Κατατραυματίστηκε από έκρηξη χειροβομβίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατατραυματίσουσι — κατατραυματίζω wound aor subj act 3rd pl (epic) κατατραυματίζω wound fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound aor subj act 3rd pl (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματιζομένων — κατατραυματίζω wound pres part mp fem gen pl κατατραυματίζω wound pres part mp masc/neut gen pl κατατραυματίζω wound pres part mp fem gen pl κατατραυματίζω wound pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματίζουσιν — κατατραυματίζω wound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματίσαντα — κατατραυματίζω wound aor part act neut nom/voc/acc pl κατατραυματίζω wound aor part act masc acc sg κατατραυματίζω wound aor part act neut nom/voc/acc pl κατατραυματίζω wound aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματιζόμενα — κατατραυματίζω wound pres part mp neut nom/voc/acc pl κατατραυματίζω wound pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματιζόμενοι — κατατραυματίζω wound pres part mp masc nom/voc pl κατατραυματίζω wound pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματισθῆναι — κατατραυματίζω wound aor inf pass κατατραυματίζω wound aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατραυματισθέντες — κατατραυματίζω wound aor part pass masc nom/voc pl κατατραυματίζω wound aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”