κατατραυματίζω — wound pres subj act 1st sg κατατραυματίζω wound pres ind act 1st sg κατατραυματίζω wound pres subj act 1st sg κατατραυματίζω wound pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματίζω — κατατραυμάτισα, κατατραυματίστηκα, κατατραυματισμένος, καταπληγώνω κάποιον: Κατατραυματίστηκε από έκρηξη χειροβομβίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατραυματίσουσι — κατατραυματίζω wound aor subj act 3rd pl (epic) κατατραυματίζω wound fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound aor subj act 3rd pl (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματιζομένων — κατατραυματίζω wound pres part mp fem gen pl κατατραυματίζω wound pres part mp masc/neut gen pl κατατραυματίζω wound pres part mp fem gen pl κατατραυματίζω wound pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματίζουσιν — κατατραυματίζω wound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατατραυματίζω wound pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματίσαντα — κατατραυματίζω wound aor part act neut nom/voc/acc pl κατατραυματίζω wound aor part act masc acc sg κατατραυματίζω wound aor part act neut nom/voc/acc pl κατατραυματίζω wound aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματιζόμενα — κατατραυματίζω wound pres part mp neut nom/voc/acc pl κατατραυματίζω wound pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματιζόμενοι — κατατραυματίζω wound pres part mp masc nom/voc pl κατατραυματίζω wound pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματισθῆναι — κατατραυματίζω wound aor inf pass κατατραυματίζω wound aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατραυματισθέντες — κατατραυματίζω wound aor part pass masc nom/voc pl κατατραυματίζω wound aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)